- Ὄφεων
- Ὄφεω̆ν , Ὄφιςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄφεων — ὄφεω̆ν , ὄφις serpent masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARGOLAE ophiomachi — serpentum genus, quos ex Arg Pelasgico in Aegyptum ab Alexandro translatos, ut aspides interficerent, fabulantur. Suidas Α᾿ργόλαι εἶδος ὄφεων, οὕς ἤνεγκε Μακεδὼν ὁ Α᾿λέξανδρος εν τοῦ Α῎ργους τοῦ Πελασγικοῦ εἰς Α᾿λεξάνδρειαν καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸν… … Hofmann J. Lexicon universale
PAZ — in Cantico Cantic. c. 5. v. 11. Caput eius Kethem Paz, quod quidam reddunt, aurum optimum, nomen loci, ubi optimi secundum illos auri copia: unde Kethem Paz iis massam significat auri purissimi, quale est ἄπεφθον; quomodo Arrianus in Indicis… … Hofmann J. Lexicon universale
RHODUS — insul. nobilissima in mari Carpathio, Cariae adiacens, inter Asiaticas in sulas tertia numeratur, nam Lesbus et Cyprus maiores habentur. Baudrando est Insul. Asiae minoris in ora Cariae, 280. mill. pass. a Cypro in Occasum, ut et ab Alexandria… … Hofmann J. Lexicon universale
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ιάχημα — ἰάχημα, τὸ (Α) [ιαχώ] 1. κραυγή, βοή 2. το σφύριγμα τού φιδιού («ὄφεων ἰαχήμασι», Ευρ.) 3. ήχος οργάνου … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
οφιηβοσίη — ὀφιηβοσίη, ἡ (Α) (για την πυθική δάφνη και το σέλινο τών Νεμείων) τροφή όφεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις + βόσκω] … Dictionary of Greek
ποιμαντικός — ή, ό / ποιμαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμαίνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, ποιμενικός, βουκολικός («ποιμαντική βακτηρία», Γρηγ. Ναζ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο ποιμαντορικός («ποιμαντική… … Dictionary of Greek